κατράμωμα

κατράμωμα
και κατράνωμα, το [κατραμώνω]
επάλειψη ή εμπότιση με κατράμι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατράμωμα — το, ατος επάλειψη με πίσσα: Ασχολείται με το κατράμωμα της βάρκας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κέδρωση — η [κεδρώνω] η επάλειψη με κεδρία, το πίσσωμα, το κατράμωμα …   Dictionary of Greek

  • πίσσωμα — το, Ν το αποτέλεσμα τού πισσώνω, επάλειψη με πίσσα, κατράμωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πισσώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στον Ν. Παπαδόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”